- οργίζω
- (ΑΜ ὀργίζω) [οργή]1. προκαλώ οργή σε κάποιον, ερεθίζω, εξοργίζω2. (συν. το παθ.) οργίζομαιθυμώνω πολύ, ερεθίζομαι, εξάπτομαι3. μέσ. κυριεύομαι από οργή, καταλαμβάνομαι από θυμόνεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ.) οργισμένος, -η, -οαυτός που έχει την οργή τού θεού, καταραμένος.
Dictionary of Greek. 2013.